κεντροδήλητος

κεντροδήλητος
κεντρο-δήλητος, ον,
A torturing with goads, ὀδύναις κεντροδᾱλήτοις ([dialect] Dor.) A.Supp.563 (lyr., fort. leg. κεντροδαλήτισι).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεντροδήλητος — κεντροδήλητος, ον (Α) αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”